- ἐκτινάσσει
- ἐκτινάσσωshake outpres ind mp 2nd sgἐκτινάσσωshake outpres ind act 3rd sgἐκτινάσσωshake outpres ind mp 2nd sgἐκτινάσσωshake outpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετρεντινάκτης — ὁ, Α (για τον Ποσειδώνα) αυτός που εκτινάσσει βράχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + ἐντινάσσω «ρίχνω, εκσφενδονίζω»] … Dictionary of Greek
αρκευθόβιο — (arceuthobium). Γένος παρασιτικών ποωδών φυτών της οικογένειας των λωρανθιδών, ιθαγενές όλων των περιοχών της υδρογείου εκτός της Αυστραλίας. Από τα περίπου 15 είδη του γένους, το α. το οξυκέδρο υπάρχει στην Ελλάδα, παρασιτώντας πάνω στα διάφορα… … Dictionary of Greek
κουκουρβιτίδες — (cucurbitaceae). Οικογένεια δικοτυλήδονων ποωδών φυτών, η οποία περιλαμβάνει περίπου 90 γένη και 700 είδη. Πρόκειται για αναρριχώμενα ή έρποντα φυτά που χαρακτηρίζονται από πεντάγωνα στελέχη και έλικες. Τα φύλλα είναι κατ’ εναλλαγή και, συνήθως,… … Dictionary of Greek